- σεμνύνων
- σεμνύ̱νων , σεμνύνωexaltpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαγορεύω — ἐπαγορεύω (AM) αναγορεύω μσν. 1. υπαγορεύω 2. λέγω, αναφέρω («καὶ οὐ σεμνύνων ἑαυτὸν ταῡτα ἐπαγορεύω», Διγ. Ακρ.) … Dictionary of Greek